- ζευκτὴς
- ζευκ-τὴς λαοῦ,A gloss on ζευξίλεως, Hsch. (prob. for ζευκτὸς λαός cod.); = junctor, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοιχοζεύκτης — μοιχοζεύκτης, ὁ (Μ) (για τον ιερέα που συνέζευξε σε παράνομο τέταρτο γάμο τον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Κωνσταντίνο ΣΤ με τη Ζωή) αυτός που τελεί γάμο μεταξύ μοιχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ζεύκτης < ζεύγνυμι] … Dictionary of Greek